- ηττώμαι
- (AM ἡττῶμαι, -άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι)1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμόμσν.-αρχ.ενεργ. ἡττῶ, -άωνικώ σε μάχη, καταβάλλωαρχ.1. (ως δικανικός όρος) νικιέμαι στο δικαστήριο, χάνω δίκη («ἧττον ἐν τοῑς δικαστηρίοις ἡττῶτο», Ξεν.)2. μτφ. καταβάλλομαι, υφίσταμαι ισχυρή, καταθλιπτική την επίδραση ενός πάθους, φυσικού φαινομένου ή ψυχικού συναισθήματος («οὐχ ὑπ' ἔρωτος ἡττώμενος», Πλάτ.)3. ενδίδω, υποχωρώ («οἰ φύσαντες ἡσσῶνται τέκνων», Σοφ.)4. είμαι εξαντλημένος ψυχικά («ἑσσωμένοι ἦσαν τῷ θυμῷ», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήττων, κατ' αναλογία προς το νικώμαι. Υποχωρητικό παρ. ήττα].
Dictionary of Greek. 2013.